- αράπω
- η1) чернушка (о животных); 2) смуглянка; цыганка (тж. бран. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αράπης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος στην πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στην Ερεσσό. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Γρανίτσα της Δωρίδας. Πολέμησε στο Δίστομο, στην Άμπλιανη, στο Κρεμμύδι και στο… … Dictionary of Greek